ἀτέκνου

ἀτέκνου
ἄτεκνος
without children
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱τέκνου , ἀτεκνόω
make childless
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀτεκνόω
make childless
pres imperat act 2nd sg
ἀτεκνόω
make childless
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ — (Guillaume de Saublite, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γάλλος πολεμιστής της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Γ. ήταν τριτότοκος γιος του Εντ A’, άρχοντα του Σαμπλίτ, και διετέλεσε πρώτος πρίγκιπας της Αχαΐας (1205 8). Ως πολεμιστής, της Δ’ Σταυροφορίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”